Οι κοινωνικές ανισότητες υπάρχουν παντού και συσχετίζονται με την κοινωνική δομή και διαστρωμάτωση της κοινωνίας, δηλαδή αφορούν την άνιση ευκαιρία συμμετοχής στο εκπαιδευτικό σύστημα και στην αγορά εργασίας, στις διακρίσεις στην πληροφόρηση, καθώς και στην περιορισμένη πρόσβαση στο σύστημα και τις υπηρεσίες υγείας. Δεν υπάρχει ξεκάθαρος ορισμός που να ορίζει με ακρίβεια την έννοια του όρου «ισότιμη πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας». Συχνά περιγράφεται ως ίση πρόσβαση στην απαιτούμενη θεραπεία ανεξαρτήτως οικονομικής κατάστασης ή κοινωνικής θέσης.
Η έννοια ισότητα στην υγεία είναι στενά συνυφασμένη με το κεντρικό νήμα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διέρχεται μέσα από όλες τις διακηρύξεις του Π.Ο.Υ, από την ίδρυσή του – τη δεκαετία του 1940 – μέχρι και τα ψηφίσματα του 21ου αιώνα. Το καταστατικό του Π.Ο.Υ (WHO, 1946) αναγνώρισε από το 1946 ότι «τα υψηλότερα πρότυπα υγείας πρέπει να εφικτά από όλους, χωρίς διάκριση για λόγους φυλής, θρησκείας, πολιτικών πεποιθήσεων, οικονομικής ή κοινωνικής θέσης»
Μολονότι η υγειονομική περίθαλψη θεωρείται θεμελιώδες δικαίωμα στις σύγχρονες κοινωνίες, παρατηρούνται σημαντικές ανισότητες ως προς την πρόσβαση και τη χρήση των υγειονομικών παροχών. Τα συστήματα υγειονομικής φροντίδας έχουν αναπτυχθεί σε συνθήκες περιορισμένων πόρων. Συχνά λοιπόν αναπαράγεται ένα περιβάλλον διευρυμένης ανισότητας, το οποίο πλήττει πρωτίστως τις ασθενέστερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις. Συχνά τα συστήματα υγείας μεροληπτούν προς όφελος των εύρωστων κοινωνικών ομάδων, ενώ οι πλέον ευάλωτες πληθυσμιακές ομάδες (όπως τα άτομα με χαμηλά εισοδήματα, με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης και οι άνεργοι) πλήττονται περισσότερο από τις υγειονομικές ανισότητες.
Αιτίες:
Ένας παράγοντας που αυξάνει την ανισότητα είναι η γεωγραφική πρόσβαση, δηλαδή, τη θέση ως προς το γεωγραφικό χώρο και συνεπώς την ουσιαστική διαθεσιμότητα των υπηρεσιών υγείας, πόσο μάλλον σε πιστοποιημενες εξειδικευμένες μονάδες στις διάφορες περιοχές της χώρας.
Ο χρόνος αναμονής συνιστά σημαντικό περιοριστικό παράγοντα που συνδυάζεται με την ανισομερή κάλυψη του πληθυσμού και την παροχή προνομίων σε ορισμένα «ευγενή» ταμεία. Αυτό αποτυπώνεται στους ιδιαίτερα χαμηλούς δείκτες ικανοποίησης των πολιτών από το σύστημα υγείας.
Το εισόδημα και το επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού παρ’ όλο που δεν είναι πάντα ευδιάκριτα αποτελούν κριτήριο ανισότητας στην πρόσβαση υπηρεσιών υγείας. Αποδεικνύεται ότι άτομα χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης και χαμηλού εισοδήματος τοποθετούν το επίπεδο υγείας τους πολύ χαμηλά σε σύγκριση με τμήμα του πληθυσμού που έχει υψηλά εισοδήματα και ανώτερη εκπαίδευση δηλώνοντας την επιτακτική ανάγκη για υπηρεσίες υγείας των κατώτερων κοινωνικοοικονομικών ομάδων.
Λόγω της οικονομικής κρίσης μειώθηκαν σημαντικά οι δαπάνες για την υγεία με αποτέλεσμα να αποκλείονται ορισμένοι τύποι περίθαλψης και να αποτελεί ακόμα μία μορφή αποκλεισμού, αφού οι πλουσιότερες ομάδες πολιτών έχουν τη δυνατότητα να προσφεύγουν σε ιατρούς μη συμβεβλημένους με τους ασφαλιστικούς φορείς τους σε σχέση με τις χαμηλότερες εισοδηματικές τάξεις που δεν μπορούν να ξεφύγουν από τα όρια του ταμείου τους, ενώ είναι ήδη δύσκολο για αυτές να αποκτήσουν ουσιαστική ασφαλιστική κάλυψη.
Το μη κερδοσκοπικό ίδρυμα Build a Bridge ιδρύθηκε τον Μάιο του 2021 από δύο ανθρώπους που μοιράζονται το ίδιο όραμα. Έναν κόσμο, την ελληνική κοινωνία χωρίς ανισότητες στο πολυτιμότερο αγαθό: την υγεία. Ο Μακρής Γιώργος-Μάριος Γυναικολόγος-Ογκολόγος και η Πουλακάκη Φιορίτα Χειρουργός μαστού δραστηριοποιούνται στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας σε ότι αφορά την αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού και των γυναικολογικών κακοηθειών στην Ελλάδα στηρίζοντας ασθενείς κοινωνικές ομάδες (ανασφάλιστους πολίτες, ασθενείς με χαμηλό ετήσιο εισόδημα, μακροχρόνια ανέργους, ασθενείς που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές με δύσκολη πρόσβαση κλπ.)
Σκοπός του ιδρύματος είναι η παροχή ολοκληρωμένης ιατρικής περίθαλψης και φροντίδας, σε πιστοποιημένες μονάδες μαστού και γυναικολογικής ογκολογίας σε γυναίκες, από την διάγνωση, την χειρουργική αντιμετώπιση, τις συμπληρωματικές ογκολογικές θεραπείες και την παρακολούθηση μετά την ολοκλήρωση των θεραπειών για καρκίνο του μαστού ή για γυναικολογικές κακοήθειες.
Μετά από επιστημονικές έρευνες προκύπτει ότι η αντιμετώπιση γυναικών σε πιστοποιημένα/εξειδικευμένα κέντρα μαστού και κλινικές γυναικολογικής ογκολογίας, έχει στατιστικά σημαντική βελτίωση στην πρόγνωση της νόσου (βελτιώνεται η επιβίωση και το ελεύθερο νόσου διάστημα) και στην ποιότητα ζωής της γυναίκας σε σύγκριση με την αντιμετώπιση της σε νοσοκομεία χωρίς εξειδικευμένες υπηρεσίες.